- ηλέκτριση
- η1. μετάδοση ηλεκτρικού φορτίου: Θετική ηλέκτριση.2. διέγερση, ενθουσιασμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλέκτριση — η 1. μετάδοση ηλεκτρικού ρεύματος, η φόρτιση, η πλήρωση με ηλεκτρισμό («ηλέκτριση εξ επιδράσεως») 2. μτφ. διέγερση, μετάδοση ενθουσιασμού, έξαψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrification < electrify (βλ. ηλεκτρίζω). Η… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρίζω — 1. μεταδίδω σε κάτι ηλεκτρισμό, φορτίζω κάτι με ηλεκτρισμό 2. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος, διοχετεύω ηλεκτρισμό 3. προξενώ σε κάποιον ηλεκτρικό κλονισμό, πλήττω κάποιον με ηλεκτρισμό 4. μτφ. διεγείρω… … Dictionary of Greek
ηλεκτρίτης — Διηλεκτρικό υλικό που παραμένει πολωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή της εξωτερικής επίδρασης που προκάλεσε την πόλωση. Πρακτικά, όλα τα γνωστά οργανικά και ανόργανα διηλεκτρικά μπορούν να γίνουν η. Σταθερούς η. μπορούμε να… … Dictionary of Greek